- ναυμαχῶ
- ναυμαχέωfight by seapres subj act 1st sg (attic epic doric)ναυμαχέωfight by seapres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυμαχώ — ναυμαχώ, ναυμάχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ναυμαχώ — (Α ναυμαχῶ, έω) [ναυμάχος] μάχομαι με πλοία στη θάλασσα, κάνω ναυμαχία αρχ. μτφ. πολεμώ κάτι («κακοῑς τοσούτοις ναυμαχεῑν ὁσημέραι», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ναυμαχώ — ναυμάχησα, κάνω ναυμαχία, μάχομαι εναντίον εχθρικού πλοίου ή στόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυμάχῳ — ναύμαχος of masc/fem/neut dat sg ναυμάχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενναυμαχώ — ἐνναυμαχῶ, έω (Α) [ναυμαχώ] ναυμαχώ σε έναν τόπο, διεξάγω ναυμαχία κάπου … Dictionary of Greek
αψιμαχώ — (AM ἁψιμαχῶ, έω) κάνω αψιμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχώ < μάχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχώ, ναυμαχώ, συμμαχώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
διαναυμαχώ — διαναυμαχῶ ( έω) (Α) συνεχίζω ναυμαχία, εξακολουθώ να ναυμαχώ … Dictionary of Greek
ναυμάχημα — ναυμάχημα, τὸ (Μ) [ναυμαχώ] ναυμαχία … Dictionary of Greek
ναυμαχησείω — (Α) επιθυμώ να πολεμήσω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναυμάχησ τού ναυμαχώ (πρβλ. μέλλ. ναυμαχήσω) + κατάλ. (σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ είω «επιθυμώ να πολεμήσω»] … Dictionary of Greek
προναυμαχώ — έω, Α ναυμαχώ για την υπεράσπιση κάποιου («προναυμαχήσοντας Μιλήτου», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek